ΑΥΤΟΜΑΤΟ ON/OFF ΟΤΑΝ ΕΚΠΕΜΠΟΥΜΕ

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΣΤΗ ΓΗ

16/12/09


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ (Διήγημα)

Του Παναγιώτη Τουμάση

Αφιερωμένο στο φίλο μου τον Μάνο, με θερμές ευχαριστίες που μού αφιέρωσε κι αυτός, στη ραδιοφωνική εκπομπή του, την απαγγελία ενός υπέροχου ποιήματος του Μιλτιάδη Μαλακάση.

Στο μακρινό μέλλον, μια γήινη εξερευνητική αποστολή προσεδαφίζεται σε έναν πλανήτη με μια πολύ επικίνδυνη μορφή ζωής. Τέρατα – όπως αποκαλούνται στο διήγημα – τα οποία ωστόσο είναι ευφυή όντα κι αποτελούν τους κύριους κατοίκους αυτού του πλανήτη. Οι άνθρωποι καταφέρνουν να αιχμαλωτίσουν δύο από αυτά και να τα τοποθετήσουν σε σιδερένιο κλουβί μέσα στο διαστημόπλοιό τους, για να τα πάρουν μαζί τους στη Γη. Τα τέρατα όμως ελευθερώνονται σπάζοντας τα σίδερα και επακολουθεί μακελειό, με όλους τους ανθρώπους να κατακρεουργούνται. Τότε είναι που τα τέρατα – καθώς, όπως είπαμε, διέθεταν νοημοσύνη – συνειδητοποιούν ότι σκοτώνοντας τους ανθρώπους, δεν μπορούν να κυβερνήσουν μόνα τους το γήινο διαστημόπλοιο και μόλις που προλαβαίνουν ν’ αφήσουν έναν άνθρωπο ζωντανό, μήπως κι αυτός σώσει το σκάφος που τώρα ακυβέρνητο πέφτει πάνω στο δικό τους πλανήτη και σε λίγη ώρα θα συντριβεί!

«Κάτι τέτοιες στιγμές νοιώθω τόσο μελαγχολικός, νομίζω πως δεν μπορεί να με βοηθήσει κανείς»! Είπε ο κυβερνήτης κρύβοντας με τις παλάμες τα μάγουλά του.

«Χα»! Συνέχισε να μονολογεί στο μισοσκόταδο. «Λες και δεν έχω γύρω μου ένα τσούρμο αστροναύτες έτοιμους να πέσουν και στη φωτιά, αν χρειαστεί, για μένα»!

Τα παράσιτα, ωστόσο, δυνάμωναν στην τεράστια οθόνη μπροστά απ’ τα όργανα ελέγχου του σκάφους.

«Λυπάμαι που θα σε ξυπνήσω, κύριε Άρνολντ, πρέπει να κάνεις μια δουλειά και συ. Η εικόνα θέλει διόρθωμα. Δε βλέπω ούτε πού διάβολο πηγαίνουμε τώρα»!

Σκούντηξε με τον αγκώνα του το διπλανό του. Εκείνος, σωριασμένος φαρδύς-πλατύς στην καρέκλα του συγκυβερνήτη, δεν έλεγε να κουνηθεί. Το πρόσωπό του κατακρεουργημένο, σάρκες ξεσκισμένες...

«Καλά, κύριε Άρνολντ... Θα σ’ αφήσω λίγο ακόμα. Άλλωστε όλοι νυστάζουμε. Εγώ…», έπνιξε ένα μισοτελειωμένο χασμουρητό, «εγώ δε βάζω γκάζια στο πλήρωμα»...
Σηκώθηκε σέρνοντας ένα ματωμένο πόδι, που τον πονούσε φοβερά.

«Τί ακαταστασία! Θάλαμος πλοήγησης λέγεται αυτός; Πού είναι ο αξιωματικός επιφυλακής»; Πέρασε τη σμπαραλιασμένη πόρτα και τον βρήκε – μια άμορφη μάζα στο πάτωμα.

«Σήκω πάνω, κύριε δόκιμε»! Ούρλιαξε. «Θα διατάξω την αυστηρή τιμωρία σου»!
Τον άρπαξε με τα χέρια και τον ταρακούνησε. Μάταιος κόπος. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, ο κυβερνήτης άρχισε να κλαίει...

Το κλάμα του κυβερνήτη, διέκοψε το σήμα στον ασύρματο. Ποιος ξέρει πόση ώρα ηχούσε το ζωηρό μπιπ-μπιπ, μέχρι να τ’ ακούσει. Άρπαξε το μικρόφωνο.

«Έρικ Αμαράθ, πλοίαρχος της έβδομης μοίρας του Αυτοκρατορικού Στόλου! Διατάξτε»!
Φοβερό βουητό ξεπήδησε απ’ τα μεγάφωνα κοντεύοντας κυριολεκτικά να τον κουφάνει. Ήταν φανερό πως το μηχάνημα είχε χαλάσει. Καλούσε, εντούτοις!

«Δεν έχω επιστροφή! Δεν έχω επιστροφή! Αν λαμβάνετε το σήμα μου, σάς πληροφορώ ότι όλα θα πάνε καλά! Επαναλαμβάνω: Όλα θα πάνε καλά»! Έκλεισε το δέκτη...

Το πληγωμένο του πόδι δεν τον άφηνε από τους πόνους. Μόρφαζε συνεχώς!

«Λοιπόν. Ας ξαναδούμε την κατάσταση... Δεν μπορεί να μην υπάρχει κανένας ζωντανός... Η γιατρίνα! Ναι, η γιατρίνα δεν έχει πεθάνει»!

Βγήκε στο διάδρομο κουτσαίνοντας κι έστριψε στην πρώτη γωνία. Δυο πτώματα τού έκλειναν το δρόμο, φορούσαν τις στολές της φρουράς. Τα προσπέρασε...
Στο ιατρείο τα πάντα έδειχναν τακτοποιημένα... Η γιατρός ξαπλωμένη στο κρεβάτι εξέτασης, χωρίς τραύματα στο σώμα, αλλά και χωρίς κεφάλι!

«Γεια σου, Έλεν! Ήρθα πάλι. Τώρα δεν τη γλιτώνεις. Θα μού ψήσεις έναν καφέ»!
Η Έλεν, βαθιά μέσα του τού είπε: «Γεια σου, κυβερνήτη! Κάθησε. Μέτριο τον πίνεις τον καφέ»;

«Όπως πάντα, Έλεν»! Καμώθηκε πως κρατά το φλιτζάνι και πίνει... Μετά, σηκώθηκε απότομα πάνω!

«Καλή η παρέα σου φίλη μου, μα το καθήκον... Αυτοί οι ανάξιοι γαλονάδες που με περιστοιχίζουν, μόνο να λουφάρουν ξέρουν κι όλα τα κάνω εγώ! Τα λέμε»...

Πετάχτηκε έξω και διασταυρώθηκε με το δεύτερο τέρας. Τα τέρατα και τα δύο, προσπαθούσαν να τον αποφεύγουν, μα κάπου-κάπου, αναπόφευκτα, συναντιόντουσαν.
«Ω! Ο κύριος Αρκούδας! Πώς είστε»;

Το τέρας χώθηκε βιαστικά στην πόρτα που οδηγεί στο μηχανοστάσιο. Ερχόταν απ’ το πιλοτήριο, όπου είχε διαπιστώσει για άλλη μια φορά, ότι τίποτα δε λειτουργούσε εκεί.
Στο πιλοτήριο, ο κυβερνήτης, μ’ ένα ρολό γάζες έδεσε την πληγή του. Ύστερα οσμίστηκε με δυσφορία τον αέρα.

«Βρωμάει, που να πάρει»!
Ψηλάφισε μια θήκη στ’ αριστερά του και πήρε τη μάσκα οξυγόνου. Όμως, σαν να μετάνιωσε, την άφησε πάλι.

«Κοίτα, αν εσείς είσαστε άπλυτοι, δε φταίω! Κι ούτε προτίθεμαι να σας ανέχομαι για πολύ εδώ μέσα. Λοιπόν, κανονίστε την πορεία σας! Ή πάτε κατευθείαν στα ντους, ή φεύγω»!
Καμιά απάντηση...

«Ωραία... Μην έχετε παράπονο, σας προειδοποίησα».

Προχώρησε στενοχωρημένος προς την κεντρική έξοδο του σκάφους.

«Τους πούστηδες»! Συλλογίστηκε. «Τα κατάφεραν να με διώξουν. Θέλουν μόνοι τους να γυρίσουν στη Γη. Ας προσποιηθώ ότι δεν με πειράζει»...
Απασφάλισε γελαστός την μπουκαπόρτα...

«Στο επανιδείν, παίδες! Χαιρετίσματα στη Γη»!...

Έκλεισε τα στεγανά και περίμενε λίγα δευτερόλεπτα ν’ ανοίξει η εξωτερική πόρτα που θα τον εξακόντιζε εντελώς στο διάστημα.

Τα τέρατα, δεν μπορούμε να πούμε, έτρεξαν να τον σώσουν. Αλλά δεν πρόλαβαν. Στάθηκαν στο φινιστρίνι και τον κοιτούσαν και σε μια γλώσσα παράξενη μίλησαν μεταξύ τους:
«Έτσι κι αλλιώς άχρηστος ήταν. Είμαστε καταδικασμένοι. Πού να φανταστώ όταν σκοτώναμε τούτα τα ζώα πως βρισκόμασταν στο διάστημα κι ήταν αδύνατο να ξεφύγουμε»...

«Κι όμως, ήταν η τελευταία μας ελπίδα... Σύντομα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα συντριβούμε στο δικό μας πλανήτη»...

Κουνούσαν τα κεφάλια τους... Στο μεταξύ, απ’ το φινιστρίνι ο κυβερνήτης έβλεπε με τη φαντασία του τους ναύτες όλους να στέκονται και να τον αποχαιρετούν:

«Στο καλό, κυβερνήτη... Θα σε θυμόμαστε πάντα»...

Locations of Site Visitors